ψιθυριστής

ψιθυριστής
ψιθυριστής
whisperer
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ψιθυριστής — ὁ, Α [ψιθυρίζω] 1. (συν. ως προσωνυμία τού Ερμού και τού Έρωτος) αυτός που ψιθυρίζει 2. υβριστής, συκοφάντης («μεστοὺς φθόνου, ἔριδος, δόλου, ψιθυριστάς, καταλάλους», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • ψιθυρισταί — ψιθυριστής whisperer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιθυριστοῦ — ψιθυριστής whisperer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιθυριστήν — ψιθυριστής whisperer masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιθυριστῶν — ψιθυριστής whisperer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιθυριστάς — ψιθυριστά̱ς , ψιθυριστής whisperer masc acc pl ψιθυριστά̱ς , ψιθυριστής whisperer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψίθυρος — ο / ψίθυρος, ον, ΝΑ νεοελλ. 1. σιγανή, συγκεχυμένη ομιλία, μουρμούρισμα 2. κάθε είδους σιγανού και μονότονου θορύβου («ο ψίθυρος τών φύλλων») 3. ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων αρχ. 1. αυτός που ψιθυρίζει 2. (για μουσ.) αυτός που ηχεί ήρεμα,… …   Dictionary of Greek

  • ψιθυριστικός — ή, όν, Α [ψιθυριστής] συκοφαντικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”